ιοστεφης

ιοστεφης
    ἰοστεφής
    ἰο-στεφής
    2
    Anth. v. l. = ἰοστέφανος См. ιοστεφανος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιοστεφης" в других словарях:

  • ιοστεφής — ές ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο στεφής, λευκο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ιοστέφανος — η, ο (Α ἰοστέφανος, ον) τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά τής Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ. γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.) αρχ. (ποιητ. κοσμητ. επίθ. τής Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος… …   Dictionary of Greek

  • ιόστεπτος — ἰόστεπτος, ον (Α) στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, πιτύ στεπτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»